απλοχεριά

From LSJ

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

η
1. η γενναιοδωρία
2. όσο χωράει στη χούφτα («μια απλοχεριά αλεύρι»)
3. η τάση κάποιου να κλέβει.