απλοχεριά

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source

Greek Monolingual

η
1. η γενναιοδωρία
2. όσο χωράει στη χούφτα («μια απλοχεριά αλεύρι»)
3. η τάση κάποιου να κλέβει.