απλοχεριά

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up

Source

Greek Monolingual

η
1. η γενναιοδωρία
2. όσο χωράει στη χούφτα («μια απλοχεριά αλεύρι»)
3. η τάση κάποιου να κλέβει.