απογυιώ

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

ἀπογυιῶ (-όω) (Α) γυιώ
εξασθενίζω κάποιον, τον καθιστώ παράλυτο.