Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
γυιῶ (-όω) (Α)
1. καθιστώ κάποιον ανάπηρο
2. εξασθενώ, βλάπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυῖον ή, κατ' άλλους, < (σύνθ.) απογυιώ («εξασθενώ, αδυνατίζω»)].