γυιώ

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195

Greek Monolingual

γυιῶ (-όω) (Α)
1. καθιστώ κάποιον ανάπηρο
2. εξασθενώ, βλάπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυῖον ή, κατ' άλλους, < (σύνθ.) απογυιώεξασθενώ, αδυνατίζω»)].