αποκλέπτω

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

ἀποκλέπτω (Α)
1. κλέβω κάτι από κάποιον
2. φρ. «ἀποκλέπτει ἑαυτόν» — εξαπατά τον εαυτό του.