Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
ἀποκλέπτω (Α)1. κλέβω κάτι από κάποιον2. φρ. «ἀποκλέπτει ἑαυτόν» — εξαπατά τον εαυτό του.