ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
ἀποκλέπτω (Α)1. κλέβω κάτι από κάποιον2. φρ. «ἀποκλέπτει ἑαυτόν» — εξαπατά τον εαυτό του.