αποκλέπτω
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.ἀποκλέπτω (Α)
1. κλέβω κάτι από κάποιον
2. φρ. «ἀποκλέπτει ἑαυτόν» — εξαπατά τον εαυτό του.