ἀποκλέπτω

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκλέπτω Medium diacritics: ἀποκλέπτω Low diacritics: αποκλέπτω Capitals: ΑΠΟΚΛΕΠΤΩ
Transliteration A: apokléptō Transliteration B: apokleptō Transliteration C: apoklepto Beta Code: a)pokle/ptw

English (LSJ)

fut. -ψω, to steal away, run away with, τι h.Merc.522: —Pass., aor. 2 ἀπεκλάπην, to be robbed of, τι interpol. in Artem.2.59.

Spanish (DGE)

robar μή ποτ' ἀποκλέψειν ὅσ' Ἑκηβόλος ἐκτεάτισται h.Merc.522
en v. pas. ser privado de ταῦτα ἀπεκλάπην Artem.2.59, τὸν δὲ ὡροσκόπον τοῖς ἀποκλαπεῖσιν Heph.Astr.Epit.1.50.6.

German (Pape)

[Seite 307] wegstehlen, H. h. Merc. 522.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκλέπτω: похищать (τι HH).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκλέπτω: μέλλ. -ψω, κλέπτω τι ἀπό τινος, ὑποσχόμενος κατένευσε, μή ποτ’ ἀποκλέψειν ὅσ’ Ἑκηβόλος ἐκτεάτισται Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 522· ἀποκλέπτειν ἑαυτόν, ἀπατᾶν ἐμαυτόν, Γρηγ. Ναζ.: ― Παθ., παρ’ Ἀρτεμιδ. 2. 59, μετ' αἰτ., ἐθεασάμην ἐμαυτόν ἐν σπυρίδι ἔχοντα... κερμάτια... ταῦτα ἀπεκλάπην καὶ ἀπώλεσα, μοῦ τὰ ἔκλεψαν καὶ τὰ ἔχασα.

Greek Monolingual

ἀποκλέπτω (Α)
1. κλέβω κάτι από κάποιον
2. φρ. «ἀποκλέπτει ἑαυτόν» — εξαπατά τον εαυτό του.