ἀποκλέπτω
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
fut. -ψω, to steal away, run away with, τι h.Merc.522: —Pass., aor. 2 ἀπεκλάπην, to be robbed of, τι interpol. in Artem.2.59.
Spanish (DGE)
robar μή ποτ' ἀποκλέψειν ὅσ' Ἑκηβόλος ἐκτεάτισται h.Merc.522
•en v. pas. ser privado de ταῦτα ἀπεκλάπην Artem.2.59, τὸν δὲ ὡροσκόπον τοῖς ἀποκλαπεῖσιν Heph.Astr.Epit.1.50.6.
German (Pape)
[Seite 307] wegstehlen, H. h. Merc. 522.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκλέπτω: похищать (τι HH).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκλέπτω: μέλλ. -ψω, κλέπτω τι ἀπό τινος, ὑποσχόμενος κατένευσε, μή ποτ’ ἀποκλέψειν ὅσ’ Ἑκηβόλος ἐκτεάτισται Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 522· ἀποκλέπτειν ἑαυτόν, ἀπατᾶν ἐμαυτόν, Γρηγ. Ναζ.: ― Παθ., παρ’ Ἀρτεμιδ. 2. 59, μετ' αἰτ., ἐθεασάμην ἐμαυτόν ἐν σπυρίδι ἔχοντα... κερμάτια... ταῦτα ἀπεκλάπην καὶ ἀπώλεσα, μοῦ τὰ ἔκλεψαν καὶ τὰ ἔχασα.
Greek Monolingual
ἀποκλέπτω (Α)
1. κλέβω κάτι από κάποιον
2. φρ. «ἀποκλέπτει ἑαυτόν» — εξαπατά τον εαυτό του.