αποπαίδι

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source

Greek Monolingual

το
1. τέκνο που έχει αποκληρωθεί από την πατρική κληρονομιά
2. παραμελημένο ή παραγκωνισμένο παιδί.