αποπαίδι

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

το
1. τέκνο που έχει αποκληρωθεί από την πατρική κληρονομιά
2. παραμελημένο ή παραγκωνισμένο παιδί.