Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt
(AM ἀπορφανίζω)(-ομαι) γίνομαι ορφανόςνεοελλ.ενεργ. καθιστώ κάποιον ορφανόαρχ.(-ομαι) αποσπώμαι από κάτι, στερούμαι.