απορφανίζω

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

(AM ἀπορφανίζω)
(-ομαι) γίνομαι ορφανός
νεοελλ.
ενεργ. καθιστώ κάποιον ορφανό
αρχ.
(-ομαι) αποσπώμαι από κάτι, στερούμαι.