απορφανίζω

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

(AM ἀπορφανίζω)
(-ομαι) γίνομαι ορφανός
νεοελλ.
ενεργ. καθιστώ κάποιον ορφανό
αρχ.
(-ομαι) αποσπώμαι από κάτι, στερούμαι.