αποσείω

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποσείω)
ρίχνω κάτι μακριά μου, αποτινάσσω
αρχ.
(-ομαι)
1. (για άλογα), ρίχνω κάτω τον αναβάτη μου
2. σείομαι, τινάζομαι.