αποσείω

From LSJ

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποσείω)
ρίχνω κάτι μακριά μου, αποτινάσσω
αρχ.
(-ομαι)
1. (για άλογα), ρίχνω κάτω τον αναβάτη μου
2. σείομαι, τινάζομαι.