απροδιάθετος
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί ψυχικά για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + προδιατίθημι. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Χαρίσ. Μεγδάνη].