απόπολις

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

ἀπόπολις κ. -πτολις, (-ιδος κ. -εως), ο, η (Α)
ο εξόριστος.