απόπολις

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source

Greek Monolingual

ἀπόπολις κ. -πτολις, (-ιδος κ. -εως), ο, η (Α)
ο εξόριστος.