απόστιχα

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

τα (Μ ἀπόστιχα)
εκκλ. τροπάρια του εσπερινού ή του όρθρου που ψάλλονται μετά την εκτενή.