αρθρώδης

From LSJ

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source

Greek Monolingual

ἀρθρώδης (-ους), -ες (Α) άρθρον
1. αυτός που είναι καλά συναρθρωμένος, δυνατός
2. έναρθρος.