αριστώ
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
Greek Monolingual
ἀριστῶ (-άω) (Α) άριστον
1. προγευματίζω
2. τρώω δύο ή τρεις φορές την ημέρα.