αριστώ

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source

Greek Monolingual

ἀριστῶ (-άω) (Α) άριστον
1. προγευματίζω
2. τρώω δύο ή τρεις φορές την ημέρα.