αρματοπηγός

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek Monolingual

ἁρματοπηγός, ο (Α)
αυτός που κατασκευάζει άρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -πηγός < πήγνυμι (πρβλ. καρροπηγός, κλινοπηγός, σοροπηγός)].