καρροπηγός
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ὁ, coach-builder, Gloss.
Greek Monolingual
καρροπηγός, ὁ (Α)
ο κατασκευαστής κάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον + -πηγός (< πήγνυμι «καρφώνω, κατασκευάζω»), πρβλ. αμαξοπηγός, ναυπηγός.