αρματοπηγός

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

ἁρματοπηγός, ο (Α)
αυτός που κατασκευάζει άρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -πηγός < πήγνυμι (πρβλ. καρροπηγός, κλινοπηγός, σοροπηγός)].