αρπακτήριος
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
Greek Monolingual
ἁρπακτήριος, -α, -ον (Α)
αρπακτικός.
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
ἁρπακτήριος, -α, -ον (Α)
αρπακτικός.