αρσενόμορφος

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source

Greek Monolingual

ἀρσενόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει αντρική εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, -ενος + -μορφος < μορφή.