ἀρσενόμορφος

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρσενόμορφος Medium diacritics: ἀρσενόμορφος Low diacritics: αρσενόμορφος Capitals: ΑΡΣΕΝΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: arsenómorphos Transliteration B: arsenomorphos Transliteration C: arsenomorfos Beta Code: a)rseno/morfos

English (LSJ)

ἀρσενόμορφον, of masculine form or look, Orph.H.36.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρσενόμορφος: -ον, ὁ ἔχων μορφὴν ἢ εἶδος ἄρρενος, Ὀρφ. Ὕμν. 35. 7.

Greek Monolingual

ἀρσενόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει αντρική εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, -ενος + -μορφος < μορφή.