αρτικροτώ

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source

Greek Monolingual

ἀρτικροτῶ (-έω) (Α)
1. εξοπλίζω, εφοδιάζω
2. παθ. (-ούμαι) συμφωνούμαι.