αρτικροτώ

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522

Greek Monolingual

ἀρτικροτῶ (-έω) (Α)
1. εξοπλίζω, εφοδιάζω
2. παθ. (-ούμαι) συμφωνούμαι.