ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
ἀρτικροτῶ (-έω) (Α)1. εξοπλίζω, εφοδιάζω2. παθ. (-ούμαι) συμφωνούμαι.