αρτοσιτία

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source

Greek Monolingual

ἀρτοσιτία, η (Α) αρτοσιτώ
το να τρώγει κανείς μόνο ψωμί.