αρτοσιτώ
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Greek Monolingual
ἀρτοσιτῶ (-έω) (Α)
1. τρώγω σταρένιο ψωμί
2. τρέφομαι μόνο με άρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -σιτώ < -σιτος < σίτος. Το ρ. αρτοσιτώ με τη σημασία «τρώω σίτινο άρτο» αντιτίθεται στο ρ. αλφιτοσιτώ «τρώω άλφιτα, κριθαρένιο ψωμί», ενώ με τη σημασία «τρέφομαι μόνο με άρτο» έρχεται σε αντίθεση με το ρ. οψοφαγώ «τρώω λιχουδιές, ορεκτικά»].