αρχαιοπαράδοτος
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀρχαιοπαράδοτος, -ον)
αυτός που έχει παραδοθεί από παλιά, ο παραδοσιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + παραδοτός < παραδίδωμι.