αρχαιοπαράδοτος

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀρχαιοπαράδοτος, -ον)
αυτός που έχει παραδοθεί από παλιά, ο παραδοσιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + παραδοτός < παραδίδωμι.