παραδοτός
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
παραδοτή, παραδοτόν, capable of being taught, Pl.Men.93b, Phld.Rh.1.369 S., D.L.4.12.
German (Pape)
[Seite 477] zu überliefern, zu lehren; Plat. Men. 93 b; D. L. 4, 12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 transmis, enseigné;
2 qu'on peut transmettre ou enseigner.
Étymologie: παραδίδωμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραδοτός -ή -όν [παραδίδωμι] overdraagbaar.
Russian (Dvoretsky)
παραδοτός: [adj. verb. к παραδίδωμι могущий быть переданным или преподанным Plat.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α παραδίδωμι
αυτός που μπορεί να διδαχθεί.
Greek Monotonic
παραδοτός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, να παραδοθεί, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
παραδοτός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ παραδοθῇ, διδακτός, Πλάτ. Μένων 93Β, Διογ. Λ. 4. 12.