αρχαιόγονος

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

Greek Monolingual

ἀρχαιόγονος, -ον (Α)
αυτός που κατάγεται από αρχαίο γένος.