αρχαιότροπος

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀρχαιότροπος, -ον)
ο αρχαϊκός, αυτός που ακολουθεί αρχαίους ή αρχαία υποδείγματα.