αρχαϊκός

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀρχαϊκός, -ή, -όν) αρχαίος
αυτός που μιμείται ή θυμίζει τους αρχαίους στη γλώσσα, στις σκέψεις ή στο ντύσιμο
νεοελλ.
εκείνος που ανήκει στους προκλασικούς χρόνους (7ο και 6ο π.Χ. αιώνα).