αρχιεργάτης

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

ο (θηλ. αρχιεργάτισσα και -τρια, η)
ο προϊστάμενος άλλων εργατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + εργάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].