αρχοντονιός

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -νιά, η)
νέος από αριστοκρατική και πλούσια οικογένεια.