ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
η (AM ἀρωγή) (Α) αρήγωη βοήθεια, η επικουρία ή η περίθαλψηνεοελλ.το ποσό που δίνεται ως δάνειο ή βοήθημα.