αρήγω
σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)
Greek Monolingual
ἀρήγω (Α)
1. βοηθώ, συντρέχω κάποιον
2. βοηθώ κάποιον σε πόλεμο
3. συντελώ στη θεραπεία ασθένειας κάποιου
4. εμποδίζω, προλαβαίνω κάτι
5. γλυτώνω, κάποιον από κίνδυνο
6. απρόσ. ἀρήγει
είναι καλό, πρέπει, αρμόζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με τα (αρχ. άνω γερμ.) geruohhen, (αρχ. σαξον. rōkjan, (αρχ. νορβηγ.) rokja «φροντίζω» κ.λπ., ενώ δεν φαίνεται πιθ. η σχέση της με το λατ. rego «ανορθώνω» (πρβλ. ελλ. ορέγω), η οποία προϋποθέτει σημασιολογική εξέλιξη του r μέχρι την τελική σημασία «φροντίζω». Το αρήγω ανήκει σε παλαιότερη οικογένεια λέξεων που στον αττικό πεζό λόγο αντικαταστάθηκε από τους τ. του ρ. βοηθέω (-ώ).
ΠΑΡ. αρωγή, αρωγός
αρχ.
αρηγών, άρηξις.
ΣΥΝΘ. συναρωγός, αρχ. επαρωγός, προσαρωγός].