ασβεστοκονίαμα
From LSJ
ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
Greek Monolingual
ασβεστοαμμοκονία, η (και ασβεστοκονίαμα, το)
μίγμα από ασβέστη, άμμο και νερό.
ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
ασβεστοαμμοκονία, η (και ασβεστοκονίαμα, το)
μίγμα από ασβέστη, άμμο και νερό.