ασβεστοαμμοκονία

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source

Greek Monolingual

ασβεστοαμμοκονία, η (και ασβεστοκονίαμα, το)
μίγμα από ασβέστη, άμμο και νερό.