ασκέρι

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

το (Μ ἀσκέρι)
1. σώμα στρατού τακτικού ή άτακτου
2. μτφ. πολυμελής ομάδα ή οικογένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. asker «στρατιώτης»].