ασκέρι

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

το (Μ ἀσκέρι)
1. σώμα στρατού τακτικού ή άτακτου
2. μτφ. πολυμελής ομάδα ή οικογένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. asker «στρατιώτης»].