ασπιδούχος

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303

Greek Monolingual

ἀσπιδοῦχος, ο (Α)
1. ο ασπιδοφόρος
2. ο πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -ουχος < έχω].