πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge
ἀσπιδοῦχος, ο (Α)1. ο ασπιδοφόρος2. ο πολεμιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -ουχος < έχω].