αταλάντευτος

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀταλάντευτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν ταλαντεύεται, ο σταθερός
2. όποιος δεν αμφιταλαντεύεται, δεν αλλάζει τις αποφάσεις του ή τις αρχές του
μσν.
αυτός που δεν επιδέχεται ζύγισμα, ο υπερβολικός.