ατμομηχανή

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

η
1. μηχανή που παράγει κίνηση από την παλινδρομική κίνηση ενός εμβόλου μέσα σε έναν κύλινδρο με τη βοήθεια ατμού
2. η ατμάμαξα του σιδηροδρομικού συρμού.