ατμάμαξα

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source

Greek Monolingual

η
η ατμομηχανή, όχημα με μηχανή και λέβητα παραγωγής ατμού που χρησιμοποιείται για την έλξη σιδηροδρομικών οχημάτων.