ατμάμαξα

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek Monolingual

η
η ατμομηχανή, όχημα με μηχανή και λέβητα παραγωγής ατμού που χρησιμοποιείται για την έλξη σιδηροδρομικών οχημάτων.