Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ατσάκιστος

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute

Greek Monolingual

και ατσάκιγος, -η, -ο (Μ ἀτσάκιστος -ον)
αυτός που δεν τσακίστηκε ή που δεν μπορεί να τσακιστεί, ο άθραυστος
νεοελλ.
1. (για ρούχα) αυτός που δεν έχει πτυχές ή τσάκιση
2. (για ελιές) αυτές που δεν έχουν τσακιστεί ή κοπανιστεί
3. αυτός που δεν καταπονήθηκε, που δεν τσάκισε από την ηλικία ή από τα βάσανα
4. καλοντυμένος, με καλοσιδερωμένα ρούχα
5. (για συναισθήματα) ακλόνητος, σταθερός
μσν.
(για διαθήκη) απρόσβλητος.